- λιτρίζω
- λιτρ-ίζω,A weigh or deliver by weight, POxy.1543.1 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιτρίζω — (Α) [λίτρα] ζυγίζω ή χωρίζω κατά λίτρες … Dictionary of Greek
λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… … Dictionary of Greek
λιτρασμός — λιτρασμός, ὁ (Α) η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε ασμός] … Dictionary of Greek
λιτρισμός — λιτρισμός, ὁ (ΑM) [λιτρίζω] ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες … Dictionary of Greek